φλέγμων

φλέγμων
ο, Ν
(λόγιος τ.) ιατρ. οξεία ή υποξεία πυώδης φλεγμονή τού κυτταρώδους συνδετικού ιστού, η οποία επεκτείνεται διάχυτα κατά μήκος τών σχισμών τών ιστών και γι' αυτό δεν έχει συνήθως σαφή όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlegmon (< φλεγμονή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”