- φλέγμων
- ο, Ν(λόγιος τ.) ιατρ. οξεία ή υποξεία πυώδης φλεγμονή τού κυτταρώδους συνδετικού ιστού, η οποία επεκτείνεται διάχυτα κατά μήκος τών σχισμών τών ιστών και γι' αυτό δεν έχει συνήθως σαφή όρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlegmon (< φλεγμονή)].
Dictionary of Greek. 2013.